σειρίδα

σειρίδα
σειρίς
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σειρίδα — η / σειρίς, ίδος, ΝΑ νεοελλ. 1. σιρίτι 2. (ηλεκτρολ.) εύκαμπτο σύνολο από δύο ή περισσότερους μονωμένους αγωγούς που είναι συνεστραμμένοι μεταξύ τους και έχουν κοινό περίβλημα, σύνολο το οποίο χρησιμοποιείται για την τροφοδότηση διαφόρων φορητών… …   Dictionary of Greek

  • πυροσειρίδα — η, Ν σειρίδα από εύφλεκτη ύλη κατάλληλη για τη μετάδοση τής φωτιάς από ορισμένη απόσταση, φιτίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + σειρίδα (< σειρά)] …   Dictionary of Greek

  • PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σειρίδιο — το, Ν [σειρίς, ίδος] υποκορ. τ. τού σειρίδα …   Dictionary of Greek

  • σιρίτι — και παλαιότ. τ. σειρίτι και σειρήτι, το, Ν 1. κορδέλα από μεταξωτό ή χρυσοΰφαντο ύφασμα που χρησιμοποιείται για διακόσμηση 2. διακριτικό τής στολής αξιωματικού ή υπαξιωματικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sirit < serit. Οι τ. με ει οφείλονται πιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”